Ο σιόρ Τζανάκης

Αφουγκραστείτε να σας πω για το σιορ Τζανάκη

με ήντα νου και λογισμό το πήρε το Λενάκι.

Με φορεσές και μαργιολιές ‘πό ‘κεί παιρνοδιαβαίνει

και το βιολί στη χέρα ντου και το Λενιώ τρελλαίνει.

Μια μέρα συλλογίζονταν και διασκορπά το νου ντου

ήντα χαιρετισμό να βρει να πέψει του Λενιού ντου.

Ένα διαμάντι όλοχρυσο κι ένα δαχτυλιδάκι

ήβρηκε για χαιρετισμό να πέψει του Λενάκι.

Και με χαρά το δούλο του πέμπει και του το δίνει.

-”Σιγά σιγά χτύπησε την αργυρή τση πόρτα

αν τηνε βρεις αμοναχή δώσ’ τση το δαχτυλίδι,

αν τηνε βρεις με συντροφιά κρυφά να τση το δώσεις”.

Βρίσκει ντηνε και χόρευε με τρεις παπαδοπούλες

-”Υγεία και χαιρετίσματα απ’το σιορ Τζανάκη

χάρη φιλίας σου ‘στειλε ένα δαχτυλιδάκι”.

Η κόρη απου τηνε ντροπή, το πρόσωπό τση δρώνει

και τον καλό τση δουλευτή ξυλιές τονε φορτώνει.

-”Καλώς τονε το δούλο μου μα ήργησε λιγάκι..”

-”Ήργησα λέω αφεντικό μα έρχομαι με φαρμάκι

δεν το πιστεύω μα το ναις, να πάρεις το Λενάκι.

Όξω να κάνεις μαργιολιές, μα μαργιολιές μεγάλες

να βάλεις γυναικίστικα, ν’αλλάξει η φορεσιά σου,

να πας να τση κτυπάς, να λες πως είναι η θεια σου”.

Η ώρα δεν τον ήφτασε κι η αιμιλιά δεν φτάνει

και πάει και στολίζεται και βάνει το φουστάνι,

χρυσούς φελλούς στα πόδια του και στο Λενάκι πάει.

-”Άνοιξε λέω κυρά-θεια κι η ανηψιά σου είμαι.”

-”Εγώ δεν έχω ανηψά για να καλωσορίσω”.

-”Άνοιξε δα Λενάκι μου κι η αξαδέρφη σου’μαι”.

-”Άσε να’ρθω ετά κοντά, να σε καλορωτήξω

από που ‘ναι η εδικότης μας κι απόκιας να σ’ανοίξω”.

-”Η μάνα σου είχε αδελφή, στα ξένα παντρεμένη

και είναι και χρόνους δεκαφτά που είναι ποθαμένη.

Μικρό μικρό στα μ’άφηκε στων ξένων την αγκάλη

δεν την γνωρίζω μα το ναις, τη μάνα μου ψιχάλι”.

-”Πάρε τη δα Λενάκι μου και έβγα στον οντά σου’στειλε

και στρώσε τα σεντόνια σου και τα παπλώματά σου”.

(Ανέβηκαν λοιπόν στον οντά κι ο σιορ Τζανάκης είδε στα μαξιλάρια κεντημένα το όνομά του.Οπότε τάχα απορεί και ρωτά το Λενιώ:)

-”Να σε ρωτήξω μπρε Λενιώ κι απάντηση ανειμένω

τίνος αγγέλου τ’όνομα έχεις επαέ γραμμένο;”

-”Σιόρ Τζανάκη αγαπώ, σιορ Τζανάκη θέλω

κι αν δε μου τονε δώσουνε να το νε κλέψω θέλω”.

Τη νύχτα τα μεσάνυχτα στου ύπνου το κανάκι

είχε τσιμπιές, είχε φιλιά και τσι’λεγε Λενάκι”

-”Άχι και ήντα μου’κανες κι ήβγαλες τ’όνομά μου

και ντρέπομαι τσι ξένους μπλιό και τη δικολογιά μου”.

-”Σώπα εσυ κυρά Λενιώ και μου σου βαροφάνει

και χριστιανάκι είμαι κι εγώ και βάζουμε στεφάνι”.

Και το πρωί σηκώνεται και βάζει τα καλά ντου

σαν τη καλή νοικοκυρά ‘ποχαιρετά την θεια ντου.

-”Να σε ρωτήξω κυρά-θεια, απού δεν είσαι ξένη

η αξαδέρφη το Λενιώ στσι πόσους χρόνους μπαίνει;”

-”Εμένα η θυγατέρα μου τη σημερνή ημέρα

εσφάλιξε τα δεκαφτά, τση δίαιτας κοπέλα”.

-”Να σε ρωτήξω κυρά-θεια γιάντα δεν τη παντρεύεις

τάξε πως είναι μια φτωχιά ή καταφρονεμένη;”

-Επέψαν και γυρέψαντη από τον σιορ Τζανάκη

μα ‘μεις δεν του τη δώσαμε γιατί ‘ναι κοπελάκι”.

-”Θαμάζομαί σου κυρά-θεια, τόπο που τονε διώχνεις

απού ‘χει και στον τόπο μας τσι μέλισσες χιλιάδες

κι έχουνε τα περβόλια του όμορφες πρασινάδες”.

-”Γω το ΄χω στο Θεό γραφτό κι ό,τι ορίζει ας κάνει

κι αν είναι καλορίζικο εκείνος θα την πάρει”.

-”Τί όνειρο είδες ανηψιά τη νύχτα που κοιμήθεις;”

-”Τ’όνειρο ήτανε γλυκό, γλυκό και ζαχαρένιο

σήμερα το Λενάκι σου το παίρνω και μισεύω”.

Κι όντε τσι βλογούσανε   δώδεκα δεσποτάδες

πράσινα στρώσανε στη γης και κόκκινα στ’ς οντάδες!!!

ΕΥΓΕΝΙΑ ΠΕΡΑΚΗ (ΠΕΡΑΚΕΝΑ)