Το γεφύρι

Πέρα στη μπάντα τη δυσκή, στη μπάντα του Ρεθύμνου

εκεί καμάρα χτίζουνε σαράντα δυο μαστόροι.

Οληνυχτίς τη χτίζανε, μολινυχτίς εχάλα.

Κι ένα πουλάκι κελαηδεί στο πόδι τση καμάρας:

”επά καμάρα μη χτιστεί, πέτρα μη θεμελιώσει

μόνο παρά να βάλουνε άνθρωπο καδελέτο.

Μηδέ στραβό, μηδέ κουτσό, μηδέ και διακονιάρη

μόνο του πρωτομάστορα το πρώτο του στεφάνι”.

Παίρνουντον τα κλάματα στο σπίτι του και πάει.

-”Μα ήντα’χεις πρωτομάστορα κι είσαι βαρά κλαμμένος;”

-”Το δαχτυλίδι ήχασα στον πόδα τση καμάρας

και ποιος θα μπει και ποιος θα βγει και ποιος θα μου το βγάλει;”

-”Εγώ θα μπω κι εγώ θα βγω κι εγώ θα σου το βγάλω”.

Χίλιοι κρατούν τη κούδα τση, τρακόσιοι τα κουρλιά τση

και ψιλανεμπουκώνεται να βγει να του το βγάλει.

Ο γεις τση κόλλα με πηλό, ο άλλος με το χαλίκι

κι ο  σκύλος πρωτομάστορας μ’ένα βαρύ πελέκι.

-”Αφήτε με να σα σε’πω δυο λόγια μοιρολόγια

τρεις αδερφάδες είμαστε κι οι τρεις κακογραμμένες

τη μια την πήρε ο ποταμός, την άλλη ήφαε η μπάλα

κι εμένα την καλύτερη στον πόδα τση καμάρας.

Πάρε σφάκα τα κάλλη μου, ρόδο την ομορφιά μου

κι εσύ ξενικοσίταρο πάρε μου τα κουρλιά μου

να μην τα πάρει κοπελιά να’χει τα βάσανά μου”.

ΕΥΓΕΝΙΑ ΠΕΡΑΚΗ (ΠΕΡΑΚΕΝΑ)