Στις δεκαφτά του Γεναριού

Στις δεκαφτά του Γεναριού τ’ Αγιά ΄ντωνιού αποσπέρας

καράβι εξεκίνησε απού τη Γαλιλαία.

Μηδε πολλά μικρό τονε, μηδέ πολλά μεγάλο

εξήντα δυο πηχώ τονε, με χίλιους ναύτες μέσα.

Ο πρώτος ναύτης ‘ρρώστησε στου καραβιού την πλώρη,

μάνα δεν είχε να τον κλαι, κύρη να τον λυπάται

μηδε αδερφή, μηδε αδερφό να τον μοιρολογάται,

είχε αγάπη μπηστικιά κι εκείνη του θυμάται.

-”Πιάστε με δυο να σηκωθώ και τέσσερις να κάτσω

να πιάσω τ’αργυρό χαρτί και τ’αργυρό κομπάρσο,

να κουμπαρσάρω τον καιρό να πιάσουμε λιμάνι.

Κι εσείς μικρά ναυτόπουλα μου βγάλετε το μνήμα

μη μου το βγάλετε βαθύ, να μου κολλά το κύμα,

να’χω την πλάκα πεθερά, τη μαύρη γη γυναίκα

τα χορταράκια του γυαλού αδερφια κι αξαδέρφια

κι αν σε ρωτήξει η μάνα μου ήντα ‘καμε ο γιος τση

πείτε τση επαντρεύτηκε και πήρε μια γυναίκα”.

ΕΥΓΕΝΙΑ ΠΕΡΑΚΗ (ΠΕΡΑΚΕΝΑ)